ἀκοντίσματα

ἀκοντίσματα
ἀκόντισμα
distance thrown with javelin
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακόντισμα — το (Α ἀκόντισμα) [ἀκοντίζω] νεοελλ. 1. το ρίξιμο τού ακοντίου 2. το ακόντιο ως αγώνισμα αρχ. 1. η απόσταση που διανύει το ριπτόμενο ακόντιο 2. το ίδιο το ακόντιο 3. στον πληθ. τὰ ἀκοντίσματα οι ακοντιστές …   Dictionary of Greek

  • στύραξ — (I) ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α βλ. στύρακας. (II) ακος, ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο τού δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ* αρχ. κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ αξ (με επίθημα αξ, πρβλ. πίν αξ, χάρ αξ) ανήκει, κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”